- Σάμον
- Σάμοςa height.fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SAMOS — I. SAMOS oppid. Magnae Graeciae, apud oram Calabriae ulterioris Lycophr. Steph. nunc Crepacuore Barrio, apud Locros, seu Hieracium Urbem, inde 6. mill. pass. in Boream, ubi Pythagoras habitâsse dicitur. II. SAMOS vulgo SAMO hodieque a fluv.… … Hofmann J. Lexicon universale
сеза́м — 1) а, м. То же, что кунжут. [греч. σησαμον] 2) а, м. (с прописной буквы). ◊ сезам, откройся{ (или отворись)}{!} употребляется как шутливое заклинание, которое должно помочь без труда преодолеть какое л. препятствие (первоначально заклинание в… … Малый академический словарь
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
Логофет, Ликург — Ликург Логофет художник Тсокос, Дионисиос Национальный исторический музей, Афины Ликург Логофет (греч … Википедия
επιστέλλω — ἐπιστέλλω (AM) [στέλλω] 1. στέλνω επιστολή, μήνυμα, επικοινωνώ γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», Ηρόδ. β. «ἐπιστέλλω ἐπιστολάς τινι») 2. στέλνω αγγελία, παραγγέλνω («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῑσ’ ἐπιστέλλει τάδε», Ευρ.) … Dictionary of Greek
πλακουντοποιός — όν, MA το αρσ. ως ουσ. ο πλακουντοποιός ο κατασκευαστής πλακούντων, ο ζαχαροπλάστης αρχ. (για πόλη ή χώρα) αυτός που κατασκευάζει πλακούντες («πλακουντοποιὸν ὠνομασμένην Σάμον», Σώπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + ποιός*] … Dictionary of Greek
πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… … Dictionary of Greek
υποχωρώ — ὑποχωρῶ, έω, ΝΜΑ [χωρῶ] αποσύρομαι προς τα πίσω, οπισθοδρομώ, οπισθοχωρώ («ὡς εἶδον τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῡς προσπλεούσας, ὑπεχώρησαν ἐς τὴν Σάμον», Θουκ.) νεοελλ. 1. υφίσταμαι καθίζηση ή πτώση («το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια τους») 2.… … Dictionary of Greek
Ένεμοντ — Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας, γνωστός επίσης και με τα ονόματα Άνεμοντ, Ονεμόντ, Σάμοντ και Σαμόν. Διετέλεσε επίσκοπος της Λιόν και κτήτορας του γυναικείου μοναστηριού του Αγίου Πέτρου. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Σεπτεμβρίου … Dictionary of Greek
Μηνόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σάμιος ιστορικός. Δεν είναι γνωστή η εποχή που έζησε. Σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε τα έργα Των κατά την Σάμον ενδόξων αναγραφή, και Περί των κατά το ιερόν της Σαμίας Ήρας, όπου περιγράφει τα διάφορα μνημεία. Κανένα… … Dictionary of Greek